πλακουντίου

πλακουντίου
πλακούντιον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπισκότο — το (Μ μπισκόττιν) είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά μσν. παξιμάδι, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”